Κυριακή 15 Μαΐου 2011
Της σιωπής
Κρύες αίθουσες και τοίχοι ξεβαμμένοι απ' τον καιρό. Γύρω η χυδαιότητα να μολύνει ακόμη και τις καλημέρες. Πηδήματα στις τουαλέτες για φιγούρα και επιβεβαίωση του κενού, τσιγάρα κάθε είδους για ενηλικίωση της μοναξιάς και λίγο πιο κει ουσίες γιατί δεν υπήρχε και τίποτα καλύτερο τότε από την υποταγή στην αδυναμία. Και εκείνος μέσα σε όλα και ταυτόχρονα ξένος σε όλα. Ο τρόπος που άγγιζε τα γυναικεία πρόσωπα τον πρόδιδε. Χάριζε βλέμματα με μέτρο, η φωνή έτρεμε στην πρώτη αλήθεια και η σιωπή τον έκανε να μοιάζει άγιο για μια αθωότητα που του είχαν στερήσει. Και όταν ήρθε η στιγμή να αρνηθεί το προφίλ του εαυτού του για τον ίδιο του τον εαυτό, φοβήθηκε. Εκείνο το τραγούδι με έβρισκε συχνά κάτω απ' το σπίτι σε εκείνες τις δήθεν τυχαίες συναντήσεις δίπλα στην θάλασσα. Έτσι περνούσαν οι νύχτες με εκείνους τους μακρυμάλληδες που τραγουδούσαν την ευαισθησία και ψιθύριζαν λυγμούς. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια αυτές οι φωνές ξεπλήρωναν μια ανομολόγητη προδοσία. Κανείς δεν είπε τίποτα για εκείνο που δεν άρχισε ποτέ. Κανείς. Όταν ξεχάστηκε το έγκλημα έσπασα τις φωνές τους σε κομμάτια και τις έθαψα στα σκουπίδια. Μάρτυρες δεν υπήρχαν πια και τα λόγια που έβαζαν την καρδιά σε γκρεμούς είχαν σωπάσει. Μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι πως γίνεται να γεννιέται η ζωή μου σε κλειδωμένα συρτάρια και το κλειδί να βρίσκεται πάντα σε ξένα χέρια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου